Διδακτορικές διατριβές
Μόνιμο URI για αυτήν τη συλλογήhttps://pyxida.aueb.gr/handle/123456789/44
Περιήγηση
Πλοήγηση Διδακτορικές διατριβές ανά Τίτλο
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Τώρα δείχνει 1 - 20 από 39
- Αποτελέσματα ανά σελίδα
- Επιλογές ταξινόμησης
Τεκμήριο Διαπροσωπική σύγκρουση εργαζομένων: ο ρόλος της στην ψυχική υγεία και στις εργασιακές στάσεις και η εξέλιξη της συγκρουσιακής σχέσης(2023-09-27) Λαζανάκη, Βέρα; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας; Ξανθοπούλου, Δέσποινα; Μπέλλου, Βικτώρια; Θερίου, Γεώργιος; Γκορέζης, Παναγιώτης; Γεωργαντά, Αικατερίνη; Νικάνδρου, Ειρήνη; Βακόλα, ΜαρίαΗ παρούσα διδακτορική διατριβή έχει ως σκοπό τη διερεύνηση της έννοιας της διαπροσωπικής σύγκρουσης, την ανατομία των συγκρουσιακών σχέσεων και την πορεία τους στον χρόνο, αρχικά σε ατομικό επίπεδο, μέσω της έρευνας ημερολογίου (1η έρευνα) και μετέπειτα σε επίπεδο φαινομένου μέσω διαχρονικής ποιοτικής έρευνας (2η έρευνα). Ως προς το ατομικό επίπεδο (1η έρευνα), διερευνήθηκε μέσω ποσοτικής έρευνας ημερολογίου σε καθημερινό επίπεδο το πως η διαπροσωπική σύγκρουση μεταξύ των εργαζομένων επηρέασε την εντός και εκτός καθηκόντων απόδοση και την συναισθηματική τους εξάντληση. Επιπρόσθετα, διερευνήθηκε εάν και πώς τροποποιείται αυτή η σχέση από την αποσύνδεση που μπορεί να έχουν επιτύχει ή όχι οι εργαζόμενοι μετά από μια διαπροσωπική σύγκρουση στην εργασία τους, καθώς και από την εργασιακή δέσμευση που νιώθουν. Η διερεύνηση των συγκεκριμένων σχέσεων βασίστηκε στο θεωρητικό μοντέλο «Στρεσογόνος Παράγοντας – Αποσύνδεση» (Stressor – Detachment Model), το οποίο εξετάζει το πως επηρεάζουν οι στρεσογόνοι παράγοντες την ψυχική υγεία των εργαζομένων μέσω της αρνητικής τους επίδρασης στην αποσύνδεση των εργαζομένων τις ώρες εκτός εργασίας. Επίσης, έγινε προσπάθεια να επεκταθεί το μοντέλο «Στρεσογόνος Παράγοντας – Αποσύνδεση» με την μελέτη της μεταβλητής της απόδοσης εντός και εκτός καθηκόντων. Ως προς το επίπεδο φαινομένου (2η έρευνα), διεξήχθη μια ποιοτική διαχρονική έρευνα, με σκοπό τη διερεύνηση του φαινομένου της διαπροσωπικής σύγκρουσης και την καταγραφή της πορείας των εργασιακών συγκρουσιακών σχέσεων στον χρόνο. Ο χρόνος είναι το μέσο μέσω του οποίου οι σχέσεις, και ειδικά οι συγκρουσιακές, εξελίσσονται και αλλάζουν και δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί συστηματικά στην έρευνα σχέσεων και αξίζει να μελετηθεί. Τα ερευνητικά ερωτήματα που μελετήθηκαν αφορούν το ποιοι είναι οι λόγοι διαπροσωπικής σύγκρουσης των εργαζομένων στην εργασία, ποιες είναι οι συνέπειες (ψυχολογικές και εργασιακές) που προκαλεί η διαπροσωπική σύγκρουση των εργαζομένων στην εργασία, αν οι εργαζόμενοι που βιώνουν μια διαπροσωπική σύγκρουση αναρρώνουν εκτός δουλειάς και ποια είναι η πορεία της συγκρουσιακής σχέσης και η εξέλιξή της μέσα σε ένα χρόνο, σχετικά με τα αίτια της και τις συνέπειες στη ψυχική υγεία και στη συμπεριφορά του εργαζόμενου. Τα αποτελέσματα των δύο ερευνών που διεξήχθησαν oδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι διαπροσωπικές συγκρούσεις στον χώρο εργασίας επηρέασαν την συναισθηματική εξάντληση και την απόδοση του εργαζόμενου. Η έρευνα ανέδειξε ότι οι συνθήκες αυτές μπορεί να αλλάξουν, όταν ο εργαζόμενος έχει αναρρώσει από την εργασία του και νιώθει εργασιακά δεσμευμένος.Τεκμήριο Consumer behavior and counterfeit luxury brands: an evolutionary psychology approach(2019-09-18) Κοντοπούλου, Βασιλική; Kontopoulou, Vasiliki; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Κοκκινάκη, Φλώρα; Ήντουνας, Κωνσταντίνος; Αργουσλίδης, Παρασκευάς; Σκαρμέας, Διονύσιος; Καραντινού, Καλυψώ; Θεοδωρίδης, Προκόπιος; Μπάλτας, ΓεώργιοςΗ άνοδος των απομιμήσεων πολυτελών προϊόντων αποτελεί ζήτημα μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής σημασίας και έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον τόσο των ερευνητών όσο και των επαγγελματιών και των φορέων της πολιτικής. Σκοπός αυτής της διατριβής είναι να ερμηνεύσει τις προτιμήσεις των καταναλωτών για ψεύτικα αντικείμενα πολυτελείας αλλά και πώς οι άλλοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τους καταναλωτές απομιμήσεων προϊόντων πολυτελείας μέσα από μια εξελικτική προσέγγιση. Με βάση την εξελικτική ψυχολογία, το πρώτο πείραμα δείχνει ότι η πρόκληση κινήτρων ανταγωνισμού για στάτους με ανταγωνιστές του ίδιου φύλου οδηγεί τους καταναλωτές να επιλέγουν εν γνώσει τους απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων αντί για προϊόντα ίσης χρηματικής αξίας αλλά χαμηλού στάτους. Τα ευρήματα της πρώτης μελέτης μας δείχνουν ότι τα προϊόντα που αποτελούν απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων ενδέχεται να λειτουργήσουν ως παραπλανητικά σήματα στάτους και να αντιπροσωπεύουν μια προσαρμοστική επικοινωνιακή στρατηγική που αποσκοπεί στην επίτευξη υψηλού στάτους μεταξύ των ανθρώπινων ιεραρχιών του ίδιου φύλου. Επιπλέον, το δεύτερο πείραμα δείχνει ότι δεν υπάρχει διαφορά στην αντίληψη του στάτους μεταξύ των καταναλωτών που έχουν στην κατοχή τους απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων και εκείνων που κατέχουν προϊόντα χαμηλού στάτους. Διαπιστώνουμε επίσης ότι οι άνθρωποι έχουν ισχυρότερο κίνητρο να συνδέονται φιλικά με καταναλωτές που κατέχουν προϊόντα χαμηλού στάτους και ότι η συνειδητή επιλογή των αντρών για απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων επηρεάζει αρνητικά την ελκυστικότητα τους ως ρομαντικοί σύντροφοι στις γυναίκες. Τα ευρήματα του τρίτου πειράματος υποδεικνύουν ότι η κατανάλωση απομιμήσεων πολυτελών προϊόντων εξυπηρετεί μια διαφορετική λειτουργία μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ένα περιβάλλον ζευγαρώματος. Συγκεκριμένα, οι απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων ενδέχεται να δρουν για τους άνδρες καταναλωτές ως παραπλανητικά σήματα της υποκείμενης αξίας τους ως ρομαντικοί σύντροφοι που στοχεύουν στην επίδειξη του πλούτου τους σε πιθανούς ρομαντικούς συντρόφους. Αντίθετα, η επίδειξη απομιμήσεων πολυτελών προϊόντων από τις γυναίκες λειτουργεί σαν σύστημα σηματοδότησης που απευθύνεται σε άλλες γυναίκες αντιπάλους και σηματοδοτεί την ικανότητά τους να ανταγωνίζονται με αυτές. Από όσο γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη εμπειρική μελέτη που ασχολείται με την κατανάλωση απομιμήσεων αντικειμένων πολυτελείας ως μια κοινή παραπλανητική στρατηγική μέσα σε ένα εξελικτικό πλαίσιο.Τεκμήριο Εμπιστοσύνη και πρόθεση χρήσης των εναλλακτικών δικτύων για τραπεζικές συναλλαγές(2006) Κυρέζης, Νικόλαος; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας; Γούναρης, Σπυρίδων; Κουρεμένος, Αθανάσιος; Αυλωνίτης, Γεώργιος; Παπαβασιλείου, Νικόλαος; Σιώμκος, Γεώργιος; Λυμπερόπουλος, Κωνσταντίνος; Δημητριάδης, ΣέργιοςΗ παρούσα διατριβή στοχεύει να εξηγήσει το ρόλο της εμπιστοσύνης στην πρόθεση χρήσης των εναλλακτικών καναλιών διανομής για τραπεζικές συναλλαγές. Ως θεωρητικό υπόβαθρο επιλέχθηκε το μοντέλο αποδοχής της τεχνολογίας, στο οποίο προστέθηκαν οι παράγοντες των πεποιθήσεων της εμπιστοσύνης και της πρόθεσης εμπιστοσύνης, καθώς και άλλες μεταβλητές που βρέθηκαν να επηρεάζουν τις ζητούμενες προθέσεις. Μετά από τη διατύπωση του ερευνητικού μοντέλου και των υποθέσεων, διενεργήθηκε έρευνα σε 762 ιδιώτες-πελάτες σε 20 τραπεζικά καταστήματα από 6 τράπεζες στην Ελλάδα με τη μέθοδο των προσωπικών συνεντεύξεων. Μετά από τον έλεγχο της αξιοπιστίας και εγκυρότητας των κλιμάκων μέτρησης, δημιουργήθηκαν δύο μοντέλα: το «Α» εξετάζει τους παράγοντες που επηρεάζουν τις πεποιθήσεις εμπιστοσύνης στην τράπεζα και τα ΑΤΜs, Internet και Phone Banking. Το «Β» εξετάζει τους παράγοντες που επηρεάζουν την πρόθεση εμπιστοσύνης και χρήσης για τα Internet και Phone Banking και για τρεις διαφορετικές τραπεζικές συναλλαγές. Τα βασικά συμπεράσματα που προέκυψαν από τη μελέτη: Α) Σε ακαδημαϊκό-επιστημονικό επίπεδο:1)Η Πρόθεση Χρήσης εξηγείται ικανοποιητικά, τόσο για το Internet Banking όσο και για το Phone Banking, από τους παράγοντες: Πρόθεση Εμπιστοσύνης, Χρησιμότητα, Ευκολία Χρήσης, Ενημέρωση, Στάση στις Νέες Τεχνολογίες, Καινοτομία. 2)Εντοπίζονται δύο πλευρές της Εμπιστοσύνης: η Συναισθηματική και η Γνωστική, ως διακριτές διαστάσεις της έννοιας αυτής, τόσο ως προς τη διαμόρφωση των Πεποιθήσεων Εμπιστοσύνης στην τράπεζα όσο και ως προς τα κανάλια της. 3)Τα ATMs παρουσιάζουν διαφορετικές σχέσεις παραγόντων συγκριτικά με το Internet Banking και το Phone Banking, τα οποία εμφανίζουν, κατά βάση, παρόμοια συμπεριφορά. 4)Οι πληροφοριακές συναλλαγές εξηγούνται καλύτερα από τις εγχρήματες συναλλαγές. 5)Επιβεβαιώνονται νέες κλίμακες μέτρησης για την Εμπιστοσύνη στα εναλλακτικά δίκτυα διανομής.Β) Σε επιχειρηματικό επίπεδο: Προτείνονται τρόποι για: 1)Τη μεταφορά της Εμπιστοσύνης από την τράπεζα στα εναλλακτικά της δίκτυα. 2)Την οικοδόμηση της Εμπιστοσύνης στα νέα δίκτυα. 3)Την ανάπτυξη της χρήσης των εναλλακτικών δικτύων, ανάλογα με το προφίλ των πελατών και το είδος των συναλλαγών.Τεκμήριο Σύγχρονες στρατηγικές τιμολόγησης προϊόντων Β2Β επιχειρήσεων στην Ελλάδα(2016) Μπόικου, Βασίλειος; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας; Παπαβασιλείου, Νικόλαος; Ήντουνας, Κωνσταντίνος; Μπάλτας, Γεώργιος; Δημητριάδης, Σέργιος; Θεοδωρίδης, Προκόπης; Ανδρονικίδης, Ανδρέας; Αυλωνίτης, ΓεώργιοςΗ τιμολόγηση αποτελεί ίσως την κρισιμότερη διαδικασία εντός της επιχείρησης χωρίς να έχει υπάρξει το ανάλογο ερευνητικό ενδιαφέρον, ειδικά όσον αφορά την B2B αγορά. Η παρούσα διατριβή στοχεύει στη διερεύνηση των εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων στον καθορισμό των τιμολογιακών στόχων και πως οι τελευταίοι επιδρούν στην απόδοση του προϊόντος. Για τις ανάγκες εκπλήρωσης των κύριων στόχων της διατριβής ακολουθήσαμε τη λύση των προσωπικών συνεντεύξεων, ώστε να αποσαφηνίσουμε το πλαίσιο το οποίο φαίνεται να λαμβάνουν οι επιχειρήσεις τις τιμολογιακές τους αποφάσεις, και να βοηθηθούμε στην κατάρτιση του τελικού ερωτηματολογίου της ποσοτικής έρευνας. Στη συνέχεια είχαμε δομημένα ερωτηματολόγια που αφορούσαν ολόκληρη τη διαδικασία τιμολόγησης, συμπεριλαμβανομένης και της απόδοσης του προϊόντος. Ακολούθως, οι στατιστικές αναλύσεις κατέδειξαν ότι οι τιμολογιακοί στόχοι των επιχειρήσεων χωρίζονται σε διακριτές ομάδες που εξυπηρετούν επιμέρους ανάγκες των επιχειρήσεων και επιδρούν στις μετέπειτα ακολουθούμενες τιμολογιακές μεθόδους και πολιτικές.Αναφορικά με τη χρήση των νέων εργαλείων του Διαδικτύου, η χαμηλή συχνότητα χρήσης εκ μέρους των επιχειρήσεων, πρακτικά επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα από το αρχικό στάδιο των προσωπικών συνεντεύξεων. Αν και αυξητική η τάση, εντούτοις, η διείσδυση περιορίζεται μόνο στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις που διαθέτουν τους πόρους να χρηματοδοτήσουν την απαραίτητη υποδομή που απαιτείται.Τέλος, η παρούσα διατριβή, συνεισφέρει στη βιβλιογραφία μια ολοκληρωμένη προσέγγιση στο θέμα της τιμολόγησης στην B2B αγορά, ανιχνεύοντας τόσο τη βαρύτητα των επιμέρους τιμολογιακών στόχων, όσο και την επίδραση των εσωτερικού και εξωτερικού περιβάλλοντος για βιομηχανικές επιχειρήσεις στην ελληνική αγορά, σε μία περίοδο πρωτοφανούς ύφεσης για την οικονομία. Επιπλέον, προσφέρει μια ανανεωμένη ανασκόπηση των σύγχρονων τάσεων γύρω από το θέμα της τιμολόγησης στο χώρο του μάρκετινγκ και εξετάζει αν και κατά πόσο έχει αλλάξει ο προσανατολισμός των ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων προς το μάρκετινγκ και πως αυτό αντανακλάται στην τιμολογιακή τους πολιτική. Όλα τα παραπάνω εξετάζονται υπό το πρίσμα της επίπτωσης τους πάνω στην απόδοση του προϊόντος.Τεκμήριο Η επίδραση της εμπλοκής στις περιγραφικές ιδιότητες του συνόλου εξέτασης και την επιλεκτικότητα του καταναλωτήΚωνσταντουλάκη, Κλεοπάτρα; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας; Μπάλτας, Γεώργιος; Παπασταθόπουλου, Πωλίνα; Κοκκινάκη, ΦλώραΗ παρούσα διδακτορική διατριβή μελετάει μία σημαντική έννοια στη διαδικασία λήψης αγοραστικών αποφάσεων, το σύνολο εξέτασης (consideration set) το οποίο προσεγγίζεται βάση των περιγραφικών του ιδιοτήτων (μέγεθος, ποικιλία, σταθερότητα στο χρόνο, διάσπαση προτιμήσεων, υποκατάσταση και αντιληπτή διαφοροποίηση). Ειδικότερα, ασχολείται με την επίδραση της εμπλοκής του καταναλωτή στις περιγραφικές ιδιότητες του συνόλου εξέτασης σε προϊοντικές κατηγορίες διαφορετικής φύσης, ανάλογα με την ένταση της εμπλοκής που προκαλούν, καθώς και σε αποφάσεις που βασίζονται είτε στη μνήμη είτε σε ερεθίσματα,. Επιπλέον, η διατριβή εξετάζει την επίδραση της εμπλοκής στην επιλεκτικότητα του καταναλωτή κατά τη δημιουργία του συνόλου εξέτασης. Τέλος, εξετάζει τη σχέση μεταξύ της εμπλοκής του καταναλωτή και της αντιληπτής διαφοροποίησης στην προϊοντική κατηγορία. Με βάση τη σχετική βιβλιογραφία διατυπώθηκαν μια σειρά από υποθέσεις που αφορούσαν τις παραπάνω σχέσεις. Για τη διερεύνηση τους διεξάχθηκαν πέντε εμπειρικές έρευνες. Συγκεκριμένα, δύο έρευνες με συναφειακά δεδομένα και τρεις πειραματικές δείχνουν ότι η εμπλοκή του καταναλωτή επηρεάζει τις περιγραφικές ιδιότητες του συνόλου εξέτασης. Η επίδραση όμως αυτή δεν είναι πάντα σταθερή στα δύο πλαίσια λήψης αποφάσεων (βασισμένες στη μνήμη ή βασισμένες σε ερεθίσματα) και τις διαφορετικές προϊοντικές κατηγορίες που μελετήθηκαν. Η επίδραση της εμπλοκής είναι θετική σε σχέση με την ποικιλία, τη σταθερότητα στο χρόνο, τη διάσπαση προτιμήσεων και την αντιληπτή διαφοροποίηση και αρνητική σε σχέση με την υποκατάσταση ανάμεσα στις μάρκες του συνόλου εξέτασης. Όσον αφορά την επίδραση της εμπλοκής στο μέγεθος του συνόλου θεώρησης, αυτή διαφοροποιείται σε διαφορετικά αγοραστικά πλαίσια και διαφορετικές προϊοντικές κατηγορίες. Για παράδειγμα, η επίδραση της εμπλοκής στο μέγεθος του συνόλου εξέτασης είναι θετική σε αποφάσεις που βασίζονται στη μνήμη, ενώ σε αποφάσεις που βασίζονται σε ερεθίσματα είναι θετική σε κατηγορίες υψηλής εμπλοκής και αρνητική σε κατηγορίες χαμηλής εμπλοκής. Επιπλέον, η εμπλοκή επηρεάζει θετικά την επιλεκτικότητα του καταναλωτή κατά τη δημιουργία του συνόλου εξέτασης. Ειδικότερα, όσο αυξάνεται η εμπλοκή, τόσο οι καταναλωτές γίνονται πιο επιλεκτικοί σε σχέση με την απόδοση των εναλλακτικών μαρκών της προϊοντικής κατηγορίας. Περιλαμβάνουν στο σύνολο εξέτασης τους αποκλειστικά μάρκες με υψηλή αξιολόγηση, ενώ παράλληλα οι μάρκες αυτές αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος των μαρκών που γνωρίζουν σε μία προϊοντική κατηγορία. Η ένταση της επίδρασης της εμπλοκής στις περιγραφικές ιδιότητες του συνόλου εξέτασης και την επιλεκτικότητα του καταναλωτή επηρεάζεται από την προϊοντική κατηγορία που μελετάται. Για παράδειγμα, η σχέση της εμπλοκής με τη διάσπαση προτιμήσεων παρατηρείται ισχυρότερη σε προϊοντικές κατηγορίες χαμηλής εμπλοκής, σε σχέση με τις κατηγορίες υψηλής εμπλοκής. Αντίθετα, η θετική σχέση της εμπλοκής με την ποικιλία του συνόλου εξέτασης είναι ισχυρότερη σε προϊοντικές κατηγορίες υψηλής εμπλοκής. Με άλλα λόγια, η φύση της προϊοντικής κατηγορίας και εν προκειμένω το επίπεδο εμπλοκής που αυτή προκαλεί στην πλειοψηφία των καταναλωτών, ρυθμίζει τις περισσότερες σχέσεις της εμπλοκής με τις περιγραφικές ιδιότητες του συνόλου εξέτασης και την επιλεκτικότητα του καταναλωτή.Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι η αντιληπτή διαφοροποίηση στην προϊοντική κατηγορία αποτελεί αίτιο της εμπλοκής. Λόγω αυτής της σχέσης των δύο μεταβλητών, η αντιληπτή διαφοροποίηση παρουσιάζει παρόμοιες σχέσεις με αυτές της εμπλοκής με τις περιγραφικές ιδιότητες του συνόλου εξέτασης και την επιλεκτικότητα του καταναλωτή, κατά το στάδιο δημιουργίας του συνόλου εξέτασης. Τα παραπάνω ευρήματα διευρύνουν την βιβλιογραφία στη διαδικασία λήψης αγοραστικών αποφάσεων, ενώ έχουν πρακτική εφαρμογή στην οργάνωση της επιχειρηματικής δράσης. Γενικά, σε συνθήκες υψηλής εμπλοκής τα στελέχη μάρκετινγκ θα ήταν σκόπιμο να επικεντρώνονται στην ενδυνάμωση των στάσεων των καταναλωτών απέναντι στη μάρκα. Αυτό μπορεί να υλοποιηθεί μέσω διαφημιστικών μηνυμάτων που κάνουν επίκληση στη λογική (π.χ. ισχυρά επιχειρήματα, οφέλη από τη χρήση/ κατανάλωση της συγκεκριμένης μάρκας κτλ.), ώστε να επιτευχθεί η εισαγωγή της μάρκας στο σύνολο εξέτασης. Αντίθετα, σε συνθήκες χαμηλής εμπλοκής η πιθανότητα εισόδου μίας μάρκας στο σύνολο εξέτασης μπορεί να αυξηθεί με διαφημιστικά υπενθυμιστικά μηνύματα που κάνουν επίκληση στο συναίσθημα και προσφέρουν απλές πληροφορίες (π.χ. σημεία πώλησης, τιμής της μάρκας κτλ.).Τεκμήριο Organizational virtuousness: examining its antecedents and its consequences through the lens of social exchange theory(2016-06-30) Tsachouridi, Irene; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Apospori, Eleni; Galanaki, Eleanna; Kokkinaki, Flora; Kyriakidou, Olivia; Panagiotopoulou, Leda; Papalexandri, Nancy; Nikandrou, IreneThis dissertation contributes to the investigation of Organizational Virtuousness, which is a concept of Positive Organizational Scholarship. More specifically, it examines a) the antecedents of organizational virtuousness’ perceptions, b) the effects of organizational virtuousness’ perceptions on employee outcomes, c) the explanatory factors of these effects, as well as d) the interplay between organizational virtuousness’ perceptions and employee exchange-based processes. To explore these issues this dissertation employed a preliminary qualitative study, as well as two field studies in which 250 and 354 employees took part. First of all, this dissertation introduces readers into its main concepts and research objectives. It also provides an analytical theoretical framework regarding the concepts of virtue and organizational virtuousness. Then, it analytically presents the rationale and premises of Social Exchange Theory, which is the theoretical framework employed. After analytically presenting its theoretical framework and integrating Social Exchange Theory into organizational virtuousness’ perceptions, this dissertation presents the qualitative study conducted and its main findings. Then, it analytically presents the Hypotheses of the first field study, while it also analytically presents the results of Hypotheses testing. The results of the first field study are summarized. Similarly to the first field study, this dissertation analytically presents the second field study and its findings.Last, this dissertation discusses its general findings and analytically explains its contribution to the field. Moreover, it discusses the limitations of its findings and makes suggestions for future research. It also discusses its practical implications and presents its conclusions.Τεκμήριο Exploring relationship quality and its antecedents in the social media context: the application of the relational benefits and costs approach(2016-04-21) Tsimonis, Georgios; Τσιμόνης, Γεώργιος; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Gounaris, Spiros; Indounas, Konstantinos; Dimitriadis, SergiosThe thesis studies the development of consumer-brand relationships within the environment of social media brand fan pages, and the effect of such relationships on the company/brand. For this purpose, the study adopts and uses the concept of Relationship Quality, by applying the Relational Benefits and Costs approach.In order to fulfil the objectives of the thesis, a three-step research approach was employed: First, in order to understand the motives and the way that companies use social media, 14 interviews with digital marketing managers of companies that have created fan pages on popular social networks were conducted. Then, a series of focus group discussions with consumers-users of brand fan pages in social media were conducted. The research approach was completed after a quantitative study on consumers-users of popular brand fan pages. An electronic questionnaire was uploaded on the Facebook and Twitter fan pages of four companies, resulting in a total of 1,792 fully completed questionnaires.Findings indicate, that consumers-users of brand fan pages, perceive seven benefits and three costs that have a significant positive and negative impact on the relationship quality with the fan page respectively. Furthermore, study’ results indicate that the relationship quality with fan page has a significant positive effect on the relationship quality with the company/brand. Additionally, the findings support the positive effect of relationship quality (with the fan page & with the company/brand) on behavioural outcomes such as word of mouth, purchase intention, and fan page revisit intention. Finally, the study has confirmed the moderating role of four variables, in the relationship between benefits-costs and fan page relationship quality.This thesis contributes to the marketing literature, by providing an integrated approach on the development of consumer-brand relationships in social media, while it provides marketing managers with useful insights regarding the effective management of brand fan pages.Τεκμήριο Incidental emotions and hedonic forecasting: the role of the certainty-uncertainty appraisal dimensionΠολυπόρτης, Αθανάσιος; Polyportis, Athanasios; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Ρεπούσης, Παναγιώτης; Χριστόπουλος, Γεώργιος; Αργουσλίδης, Παρασκευάς; Μπάλτας, Γεώργιος; Horváth, Csilla; Σταθακόπουλος, Βλάσιος; Κοκκινάκη, ΦλώραΤα περιστασιακά συναισθήματα, δηλαδή τα συναισθήματα που δεν σχετίζονται με την παρούσα απόφαση, μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο σε μεθύστερες εκτιμήσεις και κρίσεις. Μια βασική διάσταση που διαφοροποιεί τη συναισθηματική εμπειρία αναφέρεται στη διάσταση εκτιμήσεων βεβαιότητας-αβεβαιότητας. Η θέση μιας συναισθηματικής κατάστασης σε αυτήν τη διάσταση καθορίζεται από το βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι συμβαίνει και μπορούν να προβλέψουν τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον (Lerner & Keltner, 2000; Smith & Ellsworth, 1985).Η παρούσα διδακτορική διατριβή στοχεύει στο να συμβάλει στη βιβλιογραφία σχετικά με το ρόλο της διάστασης εκτιμήσεων βεβαιότητας-αβεβαιότητας των περιστασιακών συναισθημάτων και να διερευνήσει την επίδρασή της στο πλαίσιο της ηδονικής πρόβλεψης, ενός σημαντικού πεδίου λήψης αποφάσεων (Kahneman & Snell, 1990, 1992; Wilson & Gilbert, 2003). Η παρούσα έρευνα υποθέτει ότι η βεβαιότητα-αβεβαιότητα των περιστασιακών συναισθημάτων διαμορφώνει το αποτέλεσμα των ηδονικών προβλέψεων.Τα αποτελέσματα τεσσάρων πειραμάτων αποδεικνύουν ότι τα περιστασιακά συναισθήματα που χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα ενισχύουν την προβλεπόμενη χρησιμότητα και μειώνουν το σφάλμα πρόβλεψης κατά την ηδονική πρόβλεψη, συγκριτικά με τα περιστασιακά συναισθήματα που χαρακτηρίζονται από βεβαιότητα. Αυτά τα ευρήματα επεκτείνουν τον αντίκτυπο της βεβαιότητας-αβεβαιότητας στο πλαίσιο της ηδονικών προβλέψεων και ενισχύουν περαιτέρω το σημαντικό ρόλο των περιστασιακών συναισθημάτων στη λήψη αποφάσεων.Τεκμήριο Μια διερευνητική μελέτη των σχέσεων μάρκετινγκ και πωλήσεων: προσδιοριστικοί παράγοντες και επιπτώσεις(2010) Λιονάκης, Κωνσταντίνος; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας; Γούναρης, Σπυρίδων; Παπαβασιλείου, Νικόλαος; Δημητριάδης, Σέργιος; Πανηγυράκης, Γεώργιος; Κουρεμένος, Αθανάσιος; Λυμπερόπουλος, Κωνσταντίνος; Αυλωνίτης, ΓεώργιοςΗ διατριβή εστιάζει στις σχέσεις μεταξύ του Μάρκετινγκ και των Πωλήσεων, διερευνώντας συγκεκριμένους οργανωτικούς και λειτουργικούς παράγοντες ως πηγές σύγκρουσης Μάρκετινγκ-Πωλήσεων, καθώς και τις συνέπειες αυτής της σύγκρουσης στην απόδοση της εταιρείας. Με βάση τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από διευθυντές μάρκετινγκ και πωλήσεων 132 εταιρειών καταναλωτικών αγαθών, η διατριβή προσδιορίζει ως πηγές σύγκρουσης μάρκετινγκ-πωλήσεων (α) το χαμηλό βαθμό προσανατολισμού προς την αγορά, (β) τις ασυμβατότητες στις αντιλήψεις των υπευθύνων μάρκετινγκ και πωλήσεων σχετικά με τη στρατηγική της εταιρείας τους, (γ) το άνισο επίπεδο ισχύος μεταξύ των τμημάτων Μάρκετινγκ και Πωλήσεων στο εσωτερικό περιβάλλον της εταιρείας, (δ) τις διαφορές στις αντιλήψεις των διευθυντών μάρκετινγκ και πωλήσεων σχετικά με τη σημασία των βασικών δραστηριοτήτων μάρκετινγκ και (ε) τη χαμηλή ποιότητα συνεργασίας μεταξύ των τμημάτων Μάρκετινγκ και Πωλήσεων για την εκτέλεση αυτών των δραστηριοτήτων, και ως συνέπεια αυτής της σύγκρουσης η μειωμένη απόδοση της εταιρείας. Η προτάσεις τις διατριβής αφορούν κυρίως σε καθοδήγηση προς την ανώτατη διοίκηση σχετικά με την οργάνωση και τις σχέσεις των Πωλήσεων και του Μάρκετινγκ, ενώ συζητούνται περαιτέρω επιπτώσεις της διατριβής.Τεκμήριο A neuromarketing investigation of the impact of environmental stimuli on consumer behavior(2023-09-21) Gkaintatzis, Athanasios; Γκαϊντατζής, Αθανάσιος; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Constantinides, Efthymios; van der Lubbe, Rob; Baltas, George; Stathakopoulos, Vlasis; Indounas, Konstantinos; Skarmeas, Dionysios; Karantinou, KalipsoΤα περιβαλλοντικά ερεθίσματα έχουν επιρροή στη συμπεριφορά των ατόμων, επηρεάζοντας τις αντιδράσεις τους. Η μουσική και τα αρώματα, παραδείγματος χάριν, που είναι βασικά περιβαλλοντικά στοιχεία, δύνανται να επηρεάσουν τις γνωστικές και συναισθηματικές αντιδράσεις τους και ως εκ τούτου, προσελκύουν ερευνητικό ενδιαφέρον. Τα ακαδημαϊκά πεδία, τα οποία ασχολούνται με τη διερεύνηση των επιδράσεων των περιβαλλοντικών ερεθισμάτων στους καταναλωτές, ονομάζονται «servicescapes» και «atmospherics», ενώ τα ακαδημαϊκά υποπεδία που εξετάζουν -πιο συγκεκριμένα- την επίδραση της μουσικής και των αρωμάτων στους καταναλωτές, ονομάζονται «musicscapes» και «scentscapes» αντίστοιχα. Παρόλο που η υπάρχουσα βιβλιογραφία για τα «musicscapes» και «scentscapes» είναι ευρεία, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρατηρούνται αδιευκρίνιστα, καθώς και αντικρουόμενα ερευνητικά ευρήματα. Όσο αφορά τα «musicscapes», ένα τέτοιο παράδειγμα, είναι η επίδραση συγκεκριμένων στοιχείων της μουσικής, όπως το τέμπο της και η επίδρασή του αφενός στις γνωστικές (cognitive) αντιδράσεις του ατόμου, όπως η προσοχή (attention) και αφετέρου στις συναισθηματικές (emotional) του αντιδράσεις, όπως η διέγερση (arousal) και η ευχαρίστηση (satisfaction). Επίσης, η επίδραση του τέμπο της μουσικής στις συμπεριφορικές (behavioral) αντιδράσεις, όπως οι τάσεις προσέγγισης (approach) ή αποφυγής (avoidance), χρειάζονται περαιτέρω διερεύνηση. Επιπλέον, αδιευκρίνιστα ερευνητικά ευρήματα παρατηρήθηκαν και κατά την μελέτη της βιβλιογραφίας που σχετίζεται με τα «scentscapes» και συγκεκριμένα με την επίδραση συγκεκριμένων αρωμάτων, όπως της λεβάντας και της μέντας, το πρώτον στις γνωστικές αντιδράσεις των ατόμων, όπως η προσοχή, στις συναισθηματικές τους αντιδράσεις, όπως η διέγερση και η ευχαρίστηση και τέλος στις συμπεριφορικές τους αντιδράσεις, όπως η τάση προσέγγισης ή αποφυγής. Οι ερευνητικές αυτές ασυνέπειες ενδεχομένως προκύπτουν λόγω της χρήσης συμβατικών μεθόδων έρευνας μάρκετινγκ -όπως ερωτηματολογίων- και των περιορισμών που η χρήση τους επιφέρει, όπως -μεταξύ άλλων- το ότι εξαρτώνται από την ικανότητα και την θέληση των ερωτηθέντων να απαντήσουν σε αυτά άρτια και με ειλικρίνεια.Η χρήση νευροεπιστημονικών (neuroscientific) μεθόδων έρευνας αναμένεται να υπερνικήσει αυτούς τους περιορισμούς και να αποσαφηνίσει τις ασυνέπειες που έχουν παρατηρηθεί στις σχετικές έρευνες, παρέχοντας νευροεπιστημονικά δεδομένα και οδηγώντας τοιουτοτρόπως σε πληθώρα ευρημάτων σχετικά με την επίδραση των «musicscapes» και «scentscapes». Σε αυτή τη διδακτορική διατριβή χρησιμοποιείται το ευρέως διαδεδομένο εργαλείο του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος (EEG), προκειμένου να διερευνηθούν οι επιδράσεις της μουσικής και των αρωμάτων στη συμπεριφορά των καταναλωτών, καθώς η μέθοδος αυτή παρέχει εξαιρετική χρονική απεικόνιση (temporal acuity), όταν μελετώνται ταχέως εξελισσόμενα φαινόμενα. Η διατριβή διανθίζεται σε τέσσερις μελέτες: μια συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση (SLR), η οποία προσδιορίζει, συνθέτει και αναλύει με συστηματικό τρόπο όλες τις διαθέσιμες μελέτες, που χρησιμοποίησαν τη μέθοδο του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος και διερεύνησαν τις επιπτώσεις της μουσικής και των διαστάσεών της στα άτομα και τις αντιδράσεις τους, μια δεύτερη συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση, η οποία ερευνά με τον παραπάνω τρόπο και με την ίδια μέθοδο την επίδραση της οσμής και των διαστάσεών της στα άτομα και τις αντιδράσεις τους, μια εργαστηριακή πειραματική μελέτη που χρησιμοποιεί τη μέθοδο του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος για να διερευνήσει τις επιπτώσεις του τέμπο (αργό, μεσαίο, γρήγορο) στις αντιδράσεις των συμμετεχόντων και τέλος, μια άλλη εργαστηριακή πειραματική μελέτη που χρησιμοποιεί την ίδια μέθοδο για να διερευνήσει τις επιπτώσεις του είδους του αρώματος (λεβάντα, ουδέτερο, μέντα) στις αντιδράσεις των συμμετεχόντων.Από την πρώτη συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση ανακύπτει ότι, η μουσική επηρεάζει τις γνωστικές και συναισθηματικές αποκρίσεις των ατόμων, επιδρώντας στην προσοχή, στη μνήμη, στα συναισθήματα και στη συνολική διέγερση τους, διαμορφώνοντας μια συναισθηματική χαλαρότητα και μειώνοντας την προσοχή τους. Από τη δεύτερη συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση προκύπτει ότι, τα αρώματα επιδρούν επίσης στα άτομα, επηρεάζοντας τις γνωστικές και συναισθηματικές αποκρίσεις τους, με τα αρώματα μέντας και φρούτων να προκαλούν συναισθηματική διέγερση, τη λεβάντα να προκαλεί συναισθηματική χαλάρωση και τάσεις προσέγγισης, τα αρώματα λουλουδιών να αυξάνουν την προσοχή, τη διέγερση, το ενδιαφέρον και τη συγκέντρωση, ενώ οι αποκρουστικές μυρωδιές να μειώνουν την προσοχή. Και οι δύο παραπάνω βιβλιογραφικές ανασκοπήσεις παραθέτουν μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση της επίδρασης της μουσικής και των αρωμάτων στα άτομα, παρέχουν σημαντικά συμπεράσματα για τη συμπεριφορά των καταναλωτών, επισημαίνουν τις τρέχουσες τάσεις στις ερευνητικές μεθόδους του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος και εντοπίζουν ερευνητικά κενά και κατευθύνσεις για περαιτέρω έρευνα στα επιστημονικά πεδία των «servicescapes» και νευρομάρκετινγκ. Με τις πειραματικές μελέτες ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος διερευνήθηκαν οι περιοχές εκείνες που αναδείχθηκαν από τις βιβλιογραφικές ανασκοπήσεις, ως άξιες περαιτέρω μελέτης. Από την πρώτη εργαστηριακή πειραματική μελέτη ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος προέκυψε ότι ο ρυθμός της μουσικής επηρεάζει τη συναισθηματική διέγερση, την προσοχή και την ικανοποίηση των ατόμων, ενώ από τη δεύτερη μελέτη διαπιστώθηκε ότι, το είδος του αρώματος επηρεάζει τον γνωστικό και νοητικό έλεγχο, την ικανοποίηση και τις συμπεριφορικές τάσεις προσέγγισης/αποφυγής. Συνολικά, οι τέσσερις μελέτες αυτής της διδακτορικής διατριβής αποδεικνύουν την ύπαρξη αρκετών στοιχείων, τα οποία υποδηλώνουν ότι, τόσο η μουσική όσο και το άρωμα επιδρούν στα άτομα, επηρεάζοντας τις γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές τους αντιδράσεις. Με βάση αυτά τα ευρήματα, προσδιορίζονται οι τρέχουσες τάσεις και κατευθύνσεις για περαιτέρω έρευνα σχετικά με την επίδραση της μουσικής και των αρωμάτων στα άτομα με τη χρήση του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, ενώ ταυτόχρονα παρατίθενται οι ακαδημαϊκές, μεθοδολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις, καθώς και επιδράσεις στην επιχειρηματική πρακτική της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής.Τεκμήριο Building team resilience to drive performance in hybrid work settings(2025-03-17) Χαντζή, Αναστασία-Κλεοπάτρα; Hanzis, Anastasia-Kleopatra; Panagiotopoulou, Leda; Chytiri, Dr Alexandra-Paraskevi; Voudouris, Irini; Doumpos, Michalis; Galanaki, Eleanna; IORDANOGLOU, DIMITRA; Papalexandris, NancyΗ σύγχρονη πολυπλοκότητα του ασταθούς πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος απαιτεί από τους οργανισμούς να υποστηρίζουν τις ομάδες τους στη βελτίωση της απόδοσης και στην ανάπτυξη της ανθεκτικότητάς τους. Αυτές οι έννοιες καθίστανται κεντρικό σημείο στην ατζέντα της ακαδημαϊκής έρευνας για τους οργανισμούς, σύμφωνα με το σχόλιο του Στήβεν Χόκινγκ: "Νομίζω ότι ο επόμενος αιώνας θα είναι ο αιώνας της πολυπλοκότητας". Παρομοίως, ο Ρζέβσκι ανέφερε ότι "δεν μπορούμε πια να αγνοούμε την ταχύτατα αυξανόμενη πολυπλοκότητα του περιβάλλοντος" (2015, σ. 191). Από την άλλη πλευρά, οι διευθυντές υπέθεταν για χρόνια ότι τα επιχειρηματικά μοντέλα ήταν σχετικά αέναα και σπάνια απαιτούσαν θεμελιώδεις αλλαγές ή τροποποιήσεις. Ωστόσο, ο πρόσφατος εγκλεισμός άλλαξε τη φυσιολογικότητα και εισήγαγε αλλαγές στη θεμελιώδη φύση των οργανισμών. Ο κόσμος γίνεται χαοτικός πιο γρήγορα από ότι οι οργανισμοί γίνονται ανθεκτικοί (Hamel G., 2003). Ως αποτέλεσμα, γίνεται προφανές ότι οι προηγούμενες προσεγγίσεις μας στην επίλυση σύνθετων προβλημάτων δεν είναι πλέον βιώσιμες (LeFay, 2006). Πιο έντονα από ποτέ, οι οργανισμοί αντιμετωπίζουν απρόβλεπτες επιχειρηματικές δυσκολίες καθώς και περιοδικές μεταβολές στη ζήτηση, τον ανταγωνισμό και τις κανονιστικές ρυθμίσεις, που δημιουργούν αβεβαιότητα στο ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα (Hamel G., 2003). Για την εποχή μετά τον COVID, μια από αυτές τις περιοδικές μεταβολές στο εργασιακό περιβάλλον ήταν η εισαγωγή υβριδικών συνθηκών εργασίας, οι οποίες, σε συνδυασμό με τις δομές ομάδων έργων, αυξάνονται ταχύτατα και προσθέτουν επιπλέον πολυπλοκότητα στα σύγχρονα συστήματα εργασίας. Αναπόφευκτα, η ανθεκτικότητα ως δυναμικό, πολυδιάστατο φαινόμενο γίνεται ζωτικής σημασίας για άτομα, ομάδες ατόμων και οργανισμούς, και απαιτεί αποσαφήνιση σε επίπεδο ατόμου και ομάδας. Το θεωρητικό πλαίσιο JD-R χρησιμοποιήθηκε για να εξετάσει τους πόρους εργασίας που επηρεάζουν τη διαδικασία της ομάδας να διαχειριστεί τις χαμηλού αντίκτυπου χρόνιες απαιτήσεις εργασίας σε υβριδικές συνθήκες και δομές έργου. Ο σχεδιασμός της έρευνας υποστηρίζει ότι όταν τα μέλη της ομάδας αντιμετωπίζουν αυτές τις υβριδικές συνθήκες εργασίας και τις δομές έργου ως δυσκολίες, χωρίς αρκετούς κοινωνικούς και ατομικούς πόρους, η ικανότητά τους να «ανακάμψουν» μειώνεται και οι ομάδες επιδεικνύουν χαμηλή ανθεκτικότητα και απόδοση. Η έρευνα εξετάζει την ποιότητα της σύνδεσης της ομάδας, μαζί με την ψυχολογική ασφάλεια της ομάδας και τον ρόλο των ατομικών δεξιοτήτων ανθεκτικότητας, των χαρακτηριστικών προσωπικότητας και της ατομικής ανθεκτικότητας στη διαδικασία αυτή ως κοινωνικούς και ατομικούς πόρους εργασίας. Για να κατανοηθούν οι διάφορες αρχές που επηρεάζουν και να παραχθούν πιο αναλυτικά αποτελέσματα, η έρευνα περιλαμβάνει τρεις μελέτες που εξετάζουν τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούν τα μέλη της ομάδας όταν αντιμετωπίζουν παράγοντες πίεσης από τις απαιτήσεις εργασίας. Η πρώτη μελέτη είναι μια επιχειρηματική περίπτωση (N = 25), όπου χρησιμοποιήθηκαν ημιδομημένες συνεντεύξεις για να προσδιορίσουν τα χαρακτηριστικά των απαιτήσεων εργασίας και των πόρων, καθώς και τις απόψεις των εργαζομένων σχετικά με τις υβριδικές συνθήκες εργασίας. Η δεύτερη μελέτη, προσομοίωσε τις παραμέτρους απαιτήσεων εργασίας της πρώτης μελέτης σε μια ομάδα εθελοντών πρωτοετών φοιτητών (N=174), για να παραχθούν ποσοτικά αποτελέσματα σε δύο χρονικά πλαίσια (αρχή και τέλος του εξαμήνου) και να επιβεβαιωθούν οι ερευνητικές ερωτήσεις. Η τρίτη μελέτη σκοπεύει να επαληθεύσει τα προηγούμενα αποτελέσματα μέσω μιας διαχρονικής μελέτης ενός ακαδημαικού έτους, όπου συλλέχθηκαν ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα. Κατά τη διάρκεια της τρίτης μελέτης, ο ερευνητής ακολούθησε μια ομάδα εθελοντών πρωτοετών φοιτητών (N=105) και συνέλεξε δεδομένα σε τρία χρονικά σημεία. Ο σκοπός της τελευταίας μελέτης ήταν να εξετάσει και να συγκρίνει τις συσχετίσεις των παραγόντων που εξετάστηκαν και στις προηγούμενες δυο μελέτες διαχρονικά, και να κατανοήσει τις αντιδράσεις των συμμετεχόντων.Τεκμήριο Innovative work behaviour and innovation in the public sector: an individual differences‐, leadership‐, and contextual‐ perspective(2023-06-20) Κουσίνα, Ελισάβετ; Kousina, Elisavet; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Nikolaou, Ioannis; Galanaki, Eleanna; Spanos, Yannis; Soderquist, Klas-Eric; Deligianni, Ioanna; Kefis, Vassilis; Voudouris, IriniΗ καινοτομία στους οργανισμούς του δημόσιου τομέα αποτελεί κρίσιμο ζήτημα, καθώς προσπαθούν να αντιμετωπίσουν πρωτοφανείς προκλήσεις λόγω των δημοσιονομικών, δημογραφικών, υγειονομικών και οικολογικών πιέσεων σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες προσδοκίες των πολιτών για πιο ευέλικτη και υπεύθυνη κυβέρνηση (Neo, Grimmelikhuijsen & Tummers, 2022; Lewis et al., 2018; De Vries et al., 2016; Clausen et al., 2020). Από την άποψη αυτή, η καινοτόμος εργασιακή συμπεριφορά των εργαζομένων είναι σημαντική (Miao et al., 2018), δεδομένου ότι μπορεί να συμβάλει στην πραγματοποίηση των αλλαγών και στην παραγωγή δημόσιας αξίας για τους πολίτες (Moore, 2014). Η παρούσα διατριβή, αντλώντας από τη βιβλιογραφία της καινοτομίας του δημόσιου τομέα και της ηγεσίας, διερευνά το ρόλο συγκεκριμένων ατομικών χαρακτηριστικών και παραγόντων του ευρύτερου πλαισίου στην προώθηση της καινοτόμου εργασιακής συμπεριφοράς των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, καθώς και των διεργασιών που συνεισφέρουν στη συνολική καινοτομική επίδοση φορέων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και τη δημιουργία δημόσιας αξίας.Το μοντέλο που αναπτύχθηκε διερευνήθηκε εμπειρικά με τη χρήση δείγματος 320 δημοσίων υπαλλήλων σε 110 τμήματα φορέων και οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης γύρω από την ευρύτερη περιοχή των δύο μεγαλύτερων πόλεων της Ελλάδας, λαμβάνοντας υπόψιν τον αριθμό των κατοίκων ως δείκτη για το μέγεθος του δήμου. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν μεταξύ 2020-2021 βάσει δύο διαφορετικών ερωτηματολογίων (το πρώτο χορηγήθηκε στον προϊστάμενο του τμήματος και το δεύτερο στους υπαλλήλους), κατά τη διάρκεια προσωπικών συναντήσεων με τους προϊσταμένους και τους υπαλλήλους στα γραφεία των δήμων.Χρησιμοποιώντας δεδομένα πολλαπλών πηγών και πολλαπλών επιπέδων, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η προληπτική προσωπικότητα και η προσανατολισμένη στην προαγωγή ψυχολογική ιδιοκτησία, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά σε ατομικό επίπεδο, σχετίζονται θετικά με την καινοτόμο εργασιακή συμπεριφορά των εργαζομένων. Επιπλέον, τα αποτελέσματα της ιεραρχικής γραμμικής μοντελοποίησης ανέδειξαν ότι οι παράγοντες του πλαισίου, όπως η αμφίδρομη ηγεσία, το κλίμα καινοτομίας και ευελιξίας, το κλίμα ενσωμάτωσης και η διαθεσιμότητα πόρων, σχετίζονται θετικά με την καινοτόμο εργασιακή συμπεριφορά των εργαζομένων, ενώ ο συγκεντρωτισμός και η γραφειοκρατία σχετίζονται αρνητικά με την καινοτόμο εργασιακή συμπεριφορά των εργαζομένων.Όσον αφορά τους παράγοντες που επηρεάζουν τις καινοτομικές επιδόσεις των εργασιακών μονάδων, διαπιστώθηκε ότι η μέση καινοτόμος εργασιακή συμπεριφορά, η αμφίδρομη ηγεσία και το κλίμα εξωστρέφειας αποτελούν τους κύριους παράγοντες προώθησης των διερευνητικών καινοτομιών, ενώ ο συγκεντρωτισμός τεκμηριώθηκε ότι λειτουργεί ως εμπόδιο σε αυτό το είδος καινοτομίας.Όσον αφορά την εκμεταλλευτική καινοτομία, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο φορμαλισμός αναστέλλει αυτή την καινοτομική επίδοση. Επιπρόσθετα, διαπιστώθηκε ότι η ηλικία της μονάδας εργασίας ασκεί διαφορετικές επιδράσεις στις διερευνητικές και εκμεταλλευτικές καινοτομίες. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκε θετική και αρνητική σχέση μεταξύ της ηλικίας της εργασιακής μονάδας και της εκμεταλλευτικής και διερευνητικής καινοτομίας, αντίστοιχα.Υπό το πρίσμα των ευρημάτων, συζητούνται σημαντικές συνέπειες για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, τους δημόσιους διαχειριστές και τις διαδικασίες προαγωγής και πρόσληψης του δημόσιου τομέα.Τεκμήριο Balanced market orientation: conceptualization, empirical validation and impact on organizational performance in the services sectorGiannopoulos, Antonios; Γιαννόπουλος, Αντώνιος; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Γούναρης, Σπυρίδων; Νικάνδρου, Ειρήνη; Κουρεμένος, Αθανάσιος; Ανδρονικίδης, Ανδρέας; Πλακογιαννάκη, Εμμανουέλλα; Τσάρτας, Πάρις; Αυλωνίτης, ΓεώργιοςThe focus of market orientation rests on customers and is usually related to financial performance, although employees are considered the “heart and soul of services”, the firm’s raison d’être. The need for a balanced viewpoint between employees/customers, financial/non-financial performance has been recognized long before. The dissertation sheds light on the concept of balanced market orientation, proceeds with its empirical validation and adopts a multisource approach in an attempt to disentangle cross-level interactions among management philosophy, employee-perceived and customer-perceived performance. Tourism and hospitality services ignite cross-fertilizations, since various interactions occur by virtue of the cooperation between support and front-line staff and the multiple “moments of truth” in the service delivery process with visitors and tourists. To explicate the mechanism of balanced market orientation (mirror approach), a time-intensive research design was developed (i.e. multilevel research). After a carefully planned qualitative study, the established cooperation with tourism and hotel industry associations facilitated the data collection from 217 management questionnaires, 1056 employee questionnaires and 943 customer questionnaires from 104 city and resort hotels. With the use of SEM and HLM, the data were analyzed providing evidence for both scholarly research and business practice.The research identifies patterns in internal and external performance, accounting for the hotel context (i.e. contextual effects). Internal marketing positively influences market orientation and also boosts employee satisfaction, internal service quality, organizational commitment, facilitates formalization and enhances participation in decision making and empowerment. Market-oriented behavior is clearly reflected on customer satisfaction, loyalty and customer-perceived service quality. Besides, clan-dominant cultures play a key-role for a positive internal climate and guest experience is further improved in a “human-centered” hotel firm. Overall, the challenge for today’s hotel practitioners is to adopt a “people-centric” approach, experience the service delivery process and keep pace with employees and customers, providing “internal marketing input” to HRM.Τεκμήριο Empirical determination of coupon framing and design effects: an experimental approach(2015-12-21) Παινέσης, Γρηγόριος; Painesis, Grigorios; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Κοκκινάκη, Φλώρα; Αργουσλίδης, Παρασκευάς; Σταθακόπουλος, Βλάσης; Ήντουνας, Κωνσταντίνος; Θεοδωρίδης, Προκόπιος; Ανδρονικίδης, Ανδρέας; Μπάλτας, ΓεώργιοςΤα κουπόνια είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο προώθησης πωλήσεων για επιχειρήσεις σχεδόν κάθε μεγέθους και τύπου. Αλλά παρά τις μεγάλες δυνατότητές τους, τα κουπόνια αντιμετωπίζουν τον μεγάλο κίνδυνο του να μην εξαργυρωθούν. Η παρούσα διδακτορική διατριβή καταδεικνύει δύο οδούς για την αύξηση των ποσοστών εξαργύρωσης των κουπονιών και για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των εκστρατειών με κουπόνια. Ο πρώτος τρόπος είναι μέσω του τρόπου παρουσίασης της αξίας του κουπονιού (δηλαδή ο τρόπος έκφρασης της ονομαστικής αξίας του κουπονιού), ενώ ο δεύτερος αφορά το σχεδιασμό του κουπονιού και ειδικότερα τη χρήση των διασταυρωμένων κουπονιών (δηλαδή τα κουπόνια που αποκτούν οι καταναλωτές με την αγορά ενός συγκεκριμένου προϊόντος, αλλά που θα εξαργυρωθούν για να αγοραστεί ένα διαφορετικό προϊόν). Διεξήχθησαν τρεις μελέτες με τη χρήση πειραματικής μεθοδολογίας και εθελοντών φοιτητών συμμετεχόντων. Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν το γεγονός ότι ο τρόπος παρουσίασης της αξίας του κουπονιού και τα διασταυρωμένα κουπόνια είναι θέματα σχεδιασμού που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κάθε φορά που εκδίδονται κουπόνια.Συγκεκριμένα, ο τρόπος παρουσίασης “Έκπτωση Χ%” ήταν πιο αποτελεσματικό για προϊόντα χαμηλής τιμής. Ο τρόπος παρουσίασης “Μειωμένη Τιμή Ζ €” και “Έκπτωση Ψ €” εμφανίστηκαν πιο αποτελεσματικά για τα προϊόντα υψηλής τιμής. Επιπλέον, ο τρόπος παρουσίασης "Αγοράζοντας 1, άλλο 1 Δώρο" ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικό όταν το προϊόν ήταν εύκολο να αποθηκευτεί και το μέγεθος έκπτωσης ήταν υψηλό. Ο τρόπος παρουσίασης “Έκπτωση Χ%” φάνηκε πιο κατάλληλος για προϊόντα με χαμηλή δυνατότητα αποθήκευσης σε όλα τα μεγέθη έκπτωσης και για προϊόντα που μπορούν να αποθηκευτούν όταν μειώθηκε το μέγεθος έκπτωσης. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο μικτός τρόπος παρουσίασης της αξίας του κουπονιού "Αγοράζοντας Z, Έκπτωση X%" πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή, αφού οι καταναλωτές αισθάνονται εξαναγκασμένοι να αγοράσουν περισσότερες μονάδες από ό, τι θα ήθελαν πραγματικά για να λάβουν την έκπτωση και αντιδρούν αρνητικά αγνοώντας την προσφορά. Τέλος, καταδεικνύεται ότι τα διασταυρωμένα κουπόνια που περιλαμβάνουν συμπληρωματικά ή υποκατάστατα προϊόντα υπερέβαιναν σε αποτελεσματικότητα τα απλά αποσπώμενα από τη συσκευασία κουπόνια όταν προσφέρονται προϊόντα με ίση τιμή και ισοδύναμα χρηματικά κίνητρα. Η επιλογή της χρήσης ανεξάρτητων προϊόντων σε εκστρατείες με διασταυρωμένα κουπόνια φάνηκε να οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα υπό τους ίδιους όρους.Τεκμήριο Στρατηγική συνέργεια για τις επιχειρήσεις που ακολουθούν διττή στρατηγική: η περίπτωση έντυπων και ηλεκτρονικών εφημερίδων(2007) Ψιλούτσικου, Μαρίνα; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας; Σκούρας, Αθανάσιος; Παπαδάκης, Βασίλειος; Αυλωνίτης, Γεώργιος; Παπαβασιλείου, Νικόλαος; Λιούκας, Σπυρίδων; Χαλικιάς, Ιωάννης; Κωνσταντοπούλου, ΜαρίαΗ αντίδραση των εδραιωμένων επιχειρήσεων σε περιπτώσεις ασυνεχούς καινοτομίας μπορεί να λάβει τρεις μορφές: πλήρης αδιαφορία, αποκλειστική υιοθέτηση ή διττή στρατηγική. Η παρούσα μελέτη διερευνά την τελευταία εστιάζοντας στον συν-ανταγωνισμό μεταξύ της εδραιωμένης δραστηριότητας και της ασυνεχούς καινοτομίας. Πιο συγκεκριμένα εξετάζονται τρία ερευνητικά ζητήματα: 1) Ποιοι παράγοντες συνδέονται με τον βαθμό επίσημης-τυπικής και ουσιαστικής συνεργασίας. 2) Από τι επηρεάζεται η επίτευξη στρατηγικών και οικονομικών συνεργειών. 3) Ποιου είδους συνέργειες οδηγούν σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η εμπειρική διερεύνηση του θέματος εστιάζει στον κλάδο των εφημερίδων με συνδυασμό ποιοτικών (μελέτη περίπτωσης) και ποσοτικών δεδομένων (δημοσκόπηση) από ένα παγκόσμιο δείγμα εφημερίδων. Η στατιστική διερεύνηση των υποθέσεων έγινε με τη χρήση των προγραμμάτων SPSS και LISREL.Από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει πως η επίσημη συνεργασία συνδέεται θετικά με την παροχή κινήτρων για συνεργασία και την έμπρακτη ανάμειξη της ανώτατης διοίκησης στη νέα δραστηριότητα· ενώ συνδέεται αρνητικά με τη δημιουργία ξεχωριστού τμήματος για τη λειτουργία της νέας δραστηριότητας, τις αντιδράσεις των εργαζομένων, τις διαφορές στη σύνθεση των εργαζομένων στις δύο δραστηριότητες (εκπαίδευση και εξοικείωση με την τεχνολογία). Η ουσιαστική συνεργασία συνδέεται θετικά με την έμπρακτη ανάμειξη της ανώτατης διοίκησης στη νέα δραστηριότητα, τη θεώρηση της νέας δραστηριότητας ως ευκαιρίας και την υιοθέτηση του μεικτού μοντέλου για τη δημιουργία εσόδων ενώ συνδέεται αρνητικά με τις αντιδράσεις των εργαζομένων. Επιπλέον, η επίτευξη συνεργειών συνδέεται θετικά με το βαθμό ουσιαστικής συνεργασίας και το ποσοστό των αναγνωστών που διαβάζουν και τις δύο εκδόσεις. Σε ό,τι αφορά την επίτευξη ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, αυτή συνδέεται θετικά με την ύπαρξη στρατηγικών και οικονομικών συνεργειών. Από ποιοτικά ευρήματα πάντως της μελέτης και αντίθετα με την πλειοψηφία των βιβλιογραφικών αναφορών, που βλέπουν την εμπορική χρήση του Διαδίκτυου κυρίως ως τρόπο μείωσης του κόστους λειτουργίας μιας επιχείρησης, η ενδεδειγμένη στρατηγική για απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος φαίνεται πως είναι η στρατηγική διαφοροποίησης και όχι η στρατηγική ηγεσίας κόστους.Τεκμήριο Attribute level variety-seeking behavior(2020-06-02) Λουκοπούλου, Αποστολία; Loukopoulou, Apostolia; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Κοκκινάκη, Φλώρα; Ήντουνας, Κωνσταντίνος; Σταθακόπουλος, Βλάσιος; Αργουσλίδης, Παρασκευάς; Ανδρονικίδης, Ανδρέας; Θεοδωρίδης, Προκόπης; Μπάλτας, ΓεώργιοςΟ σκοπός της παρούσας διατριβής είναι διπλός: πρώτον, να διερευνηθεί η συμπεριφορά αναζήτησης ποικιλίας για ηδονικά και χρηστικά προϊόντα και να προσδιορισθούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που οδηγούν στην εκδήλωση της συμπεριφοράς αυτής σε διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων. Δεύτερον, να εξετασθεί αν η αναζήτηση ποικιλίας είναι συμπεριφορική συνέπεια της υπερφόρτωσης επιλογών και να διερευνηθεί η τάση αναζήτησης ποικιλίας σε περιπτώσεις επιλογής από εξαιρετικά μεγάλες συλλογές προϊόντων. Για τους σκοπούς της διατριβής, πραγματοποιήθηκαν πέντε ανεξάρτητες, αλλά σχετιζόμενες πειραματικές μελέτες. Τα αποτελέσματα του πρώτου πειράματος δείχνουν ότι ο τύπος του προϊόντος (ηδονικός ή χρηστικός) και ο τύπος του χαρακτηριστικού (αισθητηριακός ή λειτουργικός) αλληλεπιδρούν στην συμπεριφορά αναζήτησης ποικιλίας: στα ηδονικά προϊόντα, οι καταναλωτές αναζητούν μεγαλύτερη ποικιλία σε αισθητηριακά χαρακτηριστικά, ενώ στα χρηστικά προϊόντα οι καταναλωτές αναζητούν μεγαλύτερη ποικιλία σε λειτουργικά χαρακτηριστικά. Το δεύτερο πείραμα επιβεβαιώνει έναν μηχανισμό κορεσμού πίσω από την αλληλεπίδραση του τύπου προϊόντος και του τύπου χαρακτηριστικού στην αναζήτηση ποικιλίας, όπου διαφορετικά επίπεδα κορεσμού σχετίζονται με συγκεκριμένους τύπους χαρακτηριστικών σε κάθε κατηγορία προϊόντος. Τα αποτελέσματα του τρίτου πειράματος δείχνουν ότι σε μια προϊοντική κατηγορία που δεν γίνεται αντιληπτή αμιγώς ως ηδονική ή λειτουργική, ο τύπος του χαρακτηριστικού δεν έχει στατιστικά σημαντική επίδραση στην αναζήτηση ποικιλίας. Όσον αφορά την αναζήτηση ποικιλίας στην περίπτωση επιλογής από εξαιρετικά μεγάλες συλλογές προϊόντων, τα αποτελέσματα του τέταρτου πειράματος δείχνουν ότι για τους καταναλωτές που αντιμετωπίζουν υπερφόρτωση επιλογών, η συμπεριφορά αναζήτησης ποικιλίας λειτουργεί ως ένας γνωστικός μηχανισμός προκειμένου να αποφύγουν να κάνουν δύσκολες συγκρίσεις. Τέλος, τα αποτελέσματα του πέμπτου πειράματος δείχνουν ότι οι μεγάλες συλλογές προϊόντων τείνουν να οδηγούν σε μεγαλύτερο κορεσμό καθώς οι καταναλωτές εστιάζουν λιγότερο στις πτυχές (χαρακτηριστικά) που διαφοροποιούν τα επεισόδια κατανάλωσης και αντιλαμβάνονται τη διαδικασία ως πιο επαναλαμβανόμενη. Ωστόσο, καταναλωτές που δεν έχουν οικειότητα με την προϊοντική κατηγορία τείνουν να αναζητούν τον ίδιο βαθμό ποικιλίας είτε επιλέγουν από μεγάλη είτε από μικρή συλλογή προϊόντων.Τεκμήριο Consumer responses to schema incongruent brand information in advertising: moderating factors & boundary conditionsHalkias, Georgios G.; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Baltas, George; Indounas, Konstantinos; Kokkinaki, FloraEvery day consumers are exposed to a multitude of advertising messages, all of which compete to attract their limited cognitive resources. To enhance the effectiveness of communication, relevant research suggests that the content of message should be encoded in such a way that it becomes interesting and meaningful to the audience. The underlying premise behind traditional approaches to brand communication is that messages corresponding to consumers’ knowledge and experience (i.e., consumers’ schemata) are more likely to be relevant, comprehensible, and appealing. In essence, communication effectiveness is traditionally viewed as a positive function of the fit between consumers’ schemata and the content of communication. However, directly matching the message to consumers’ mind may not always be the most effective strategy. Although the notion of schema–stimulus correspondence should not be disregarded, the highly competitive market environment calls for alternative, perhaps unorthodox, approaches of reaching out to consumers. To this end, psychological theory points toward a different perspective according to which information that does not match existing knowledge may have favorable effects. Schema-based research indicates that incongruent stimuli induce cognitive arousal and may lead to more positive responses, if discrepancies are successfully resolved. This thesis investigates the phenomenon of ad–brand incongruity. In particular, drawing on schema theory in psychology, consumer responses to ads that vary in terms of incongruity (i.e., congruent, moderately incongruent, and extremely incongruent) with the brand schema are examined. In a series of five experimental studies the superiority of moderately incongruent ads is hypothesized and tested, while the underlying mechanism as well as the boundary conditions for the positive effect of moderate ad–brand incongruity are identified. Overall, the findings reveal a non-monotonic, inverted U-shaped pattern across the degrees of ad–brand incongruity, with moderately incongruent ads having the most positive effect on ad processing, ad recall, attitude toward the ad (Aad) and attitude toward the brand (Ab). Participants find it more difficult to make sense of incongruent ads, but they do manage to resolve ad–brand incongruity and comprehend the message, unless discrepancies are extreme. Comprehension of a more cognitively-challenging message underlies responses to incongruity. In addition, the psychological satisfaction participants experience from the resolution of incongruity has a positive mediating role in the effects of incongruity on both Aad and Ab. The results also show that the affect already stored in the brand schema drives brand attitude formation in response to congruent and extremely incongruent ads, whereas both schema- based and stimulus-based affect determine brand attitude in response to moderately incongruent ads. Finally, the superiority of moderate ad-brand incongruity is qualified by a number of factors. Specifically, incongruent advertising does not seem to be effective when brand information is presented verbally as well as when consumers are highly involved in the process of communication. Likewise, ad–brand incongruity seems to have detrimental effects for brands with a weak, under-developed schema as well as in communication situations where processing opportunity is limited. The implications of these findings for theory and practice are discussed in detail. The thesis concludes by identifying the limitations of this work and by offering suggestions for future research.Τεκμήριο Reconsidering the relationship of human resource management and organizational performanceChytiri, Alexandra-Paraskevi; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Panayotopoulou, Leda; Guest, David; Papalexandris, NancyIn human resource management literature (HRM), there is consistent evidence of an association between human resource management and performance. There is a general assumption that it is HRM practices that are driving organizational performance. However, most past studies are cross-sectional, limiting the ability to determine causality. There are sound theoretical reasons favouring both the view that an increase in the use of HRM practices leads to an increase in performance, but also the view that increased performance will, in turn, lead to an increase in use of HR practices. There is therefore the possibility of a circular relationship. These competing perspectives and their conceptual and empirical bases are outlined, as a first step, in this thesis. The analysis confirms a need for a longitudinal research that allows for the possibility that the causal direction can flow either from HRM practices to performance or from performance outcomes to HRM practices or be bilateral. The thesis presents these possibilities within a new developed analytic framework and examines for the bilateral causality impact between HRM and organizational performance, by using a longitudinal research design.For the purposes of the study tree waves of data on HRM practices from 73 Greek organizations (in manufacturing, merchandising and services sector) have been collected over a period of 13 years. Performance data (both objective and subjective), including measures of profitability and productivity have been collected on an annual basis over the 13 years period. A number of control factors, including ownership/nationality of the organisation, size, and sector are taken into account. The study is placed in a non US/UK based context, in South Europe and namely in Greece, considering in this way a different cultural approach compared to the majority of previous studies. In addition, stemming from its longitudinal design and the fact that the research is conducted in Greece – a country under severe recession, the study succeeds in examining also the impact of economic crisis on the very existence and strength of the HRM practices – organizational performance relationship.Τεκμήριο A meta-analysis of the effects of music on customers of tourism servicesΤρομπέτα, Μαρία-Αγγελική; Trompeta, Maria-Angeliki; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Μπάλτας, Γεώργιος; Βασδέκης, Βασίλειος; Σταθακόπουλος, Βλάσιος; Δημητριάδης, Σέργιος; Ανδρονικίδης, Ανδρέας; Bijmolt, Tammo; Καραντινού, ΚαλυψώΗ μουσική αποτελεί το πιο μελετημένο χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος των παρεχόμενων υπηρεσιών καθώς επηρεάζει άμεσα τους πελάτες όσον αφορά τις γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές αποκρίσεις τους. Ωστόσο, τα ευρήματα από αυτό τον μεγάλο αριθμό μελετών ποικίλλουν και πολλές φορές διαφέρουν μεταξύ τους τόσο ως προς το μέγεθος της επίδρασης όσο και ως προς την κατεύθυνση ή τη στατιστική σημαντικότητα αυτής. Αν και έχουν γίνει αξιόλογες προσπάθειες σύνθεσης των πρωτογενών μελετών προκειμένου να εξαχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα για το σύνολο της έρευνας, η συντριπτική τους πλειοψηφία περιορίζεται στην ποιοτική ή/και μη συστηματική σύνθεσή τους. Οι ελάχιστες μετα-αναλυτικές προσπάθειες που έχουν πραγματοποιηθεί είτε δεν επικεντρώνονται στους πελάτες υπηρεσιών (Kämpfe et al., 2010), είτε έχουν περιοριστεί στην μελέτη μόνο μίας διάστασης της μουσικής (Roschk et al., 2017), είτε μελετούν μόνο συγκεκριμένα αποτελέσματα (Garlin & Owen, 2006). Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει καμία μετα-ανάλυση για την επιρροή της μουσικής στους πελάτες των τουριστικών υπηρεσιών.Σκοπός αυτής της μετα-ανάλυσης είναι, λοιπόν, να καλύψει αυτό το ερευνητικό κενό συνθέτοντας ποσοτικά και με συστηματικό τρόπο όλες τις πρωτογενείς μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα για την επιρροή της περιβαλλοντικής μουσικής στους πελάτες τουριστικών υπηρεσιών. Ως πλαίσια τουρισμού ορίστηκαν τα εστιατόρια, οι καφετέριες, τα ξενοδοχεία, τα μπαρ, οι χώροι διεξαγωγής συνεδρίων, τα καζίνο, τα στάδια, τα θέρετρα, οι χώροι οινοτουρισμού, τα εθνικά ή θεματικά πάρκα, τα αεροδρόμια, η γευσιγνωσία τροφίμων και ποτών, τα ταξί, τα πρακτορεία ταξιδιών, οι ντίσκο, τα φεστιβάλ, οι εκθεσιακοί χώροι, τα αθλητικά γεγονότα και οι αρχαιολογικοί χώροι. Εξετάσαμε την επίδραση και τη σχετική σημασία πέντε διαστάσεων της μουσικής: (1) της παρουσίας, (2) της έντασης (3) του τέμπο (4) της συνάφειας και (5) του βαθμού αρεσκείας στους πελάτες όσον αφορά ένα ευρύ φάσμα γνωστικών, συναισθηματικών και συμπεριφορικών αποτελεσμάτων.Τα αποτελέσματα της μετα-ανάλυσης πενήντα έξι (56) μελετών και διακοσίων εννιά (209) επιδράσεων δείχνουν ότι δεν υπάρχει ενιαία επίδραση της μουσικής: κάποιες φορές έχει θετική, κάποιες φορές αρνητική και κάποιες φορές μηδενική επίδραση. Φαίνεται ότι τα χαρακτηριστικά της μουσικής, ο τύπος του περιβάλλοντος, καθώς και το είδος της απόκρισης που μελετάται σε κάθε περίπτωση παίζουν σημαντικότερο ρόλο στην εξήγηση της επίδρασης της μουσικής. Επιπροσθέτως, η συνάφεια και ο βαθμός αρεσκείας της μουσικής βρέθηκαν να έχουν πολύ ισχυρότερη επιρροή στους πελάτες των τουριστικών υπηρεσιών από την παρουσία, το τέμπο και την ένταση. Πιο συγκεκριμένα, η παρουσία μουσικής δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά τους πελάτες στις περισσότερες διαστάσεις τις οποίες ελέγξαμε. Ωστόσο, καταφέραμε να εντοπίσουμε δύο στατιστικά σημαντικές επιδράσεις της παρουσίας της μουσικής στην ταχύτητα κατανάλωσης φαγητού και στην αξιολόγηση του περιβάλλοντος της παρεχόμενης υπηρεσίας. Ακόμη, τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι το τέμπο της μουσικής επηρεάζει μια σειρά από αντιδράσεις πελατών. Το γρηγορότερο τέμπο επιδρά θετικά στην ταχύτητα τζογαρίσματος, στην ταχύτητα κατανάλωσης και στην ταχύτητα συμπεριφοράς γενικότερα. Ωστόσο, δεν επηρεάζει σημαντικά την συνολική κατανάλωση, τη διάρκεια της παραμονής στον χώρο και τις γνωστικές ή συναισθηματικές αποκρίσεις των πελατών των τουριστικών υπηρεσιών. Η ένταση της μουσικής επίσης επηρεάζει μια σειρά από αντιδράσεις πελατών. Υψηλότερη ένταση μουσικής συνδέεται με υψηλότερη ταχύτητα κατανάλωσης και επιλογή πιο ανθυγιεινών τροφών. Ωστόσο, η υψηλότερη ένταση δεν φαίνεται να επηρεάζει την συνολική κατανάλωση, την συνολική συμπεριφορά των πελατών, ή το σύνολο των αντιδράσεων των πελατών. Η μετα-ανάλυσή μας έδειξε ότι η μουσική συνάφεια έχει μια σειρά από θετικές επιδράσεις στους πελάτες των υπηρεσιών τουρισμού. Υψηλότερη μουσική συνάφεια συνδέεται θετικά με τις αξιολογήσεις φαγητού, τις γνωστικές αντιδράσεις, τις προθέσεις συμπεριφοράς και τις συμπεριφορές. Επιπλέον, η υψηλότερη μουσική συνάφεια φαίνεται να οδηγεί σε μεγαλύτερη ευχαρίστηση και χαμηλότερη διέργεση. Τέλος, η αξιολόγηση της μουσικής είχε μεγάλη, θετική και σημαντική επίδραση σε όλα τα είδη και κατηγορίες των αποκρίσεων των πελατών που μελετήθηκαν. Ο κύριος λόγος μη σημαντικών επιδράσεων που εντοπίστηκαν μεταξύ των φυσικών χαρακτηριστικών της μουσικής και των κατηγοριών των εξαρτημένων μεταβλητών είναι η ετερογένεια μεταξύ των πρωτογενών μελετών, ειδικά όσο κινούμαστε από τις πιο μικρές κατηγορίες στις μεγαλύτερες. Ως αποτέλεσμα, ήταν ευκολότερο να εντοπίσουμε σημαντικές επιδράσεις σε πιο συγκεκριμένα αποτελέσματα. Συμπερασματικά, ως προς τη συμβολή στην ακαδημαϊκή έρευνα, η μετα-ανάλυσή μας συμπληρώνει το κενό μιας συστηματικής και ποσοτικής σύνθεσης των διαθέσιμων ερευνητικών αποτελεσμάτων σχετικά με της επίδραση των πέντε διαστάσεων της μουσικής στις γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές αποκρίσεις των πελατών των τουριστικών υπηρεσιών. Επιπλέον, βοηθάει τους επαγγελματίες να βγάλουν αξιόπιστα και εύρωστα συμπεράσματα από τον αυξανόμενο και ετερογενή όγκο έρευνας και να ενεργήσουν βασιζόμενοι σε υψηλού επιπέδου τεκμήρια σχεδιάζοντας πιο αποδοτικά περιβάλλοντα παροχής τουριστικών υπηρεσιών.Τεκμήριο Διερεύνηση των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των χαρακτηριστικών του επιχειρηματία και του προσανατολισμού στην επιχειρηματικότητα και το μάρκετινγκ της μικρομεσαίας επιχείρησης(2019-04-15) Κοττίκα, Ευθυμία; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας; Δημητριάδης, Σέργιος; Γούναρης, Σπυρίδων; Ήντουνας, Κωνσταντίνος; Βακόλα, Μαρία; Γαλανάκη, Ελεάννα; Τσόγκας, Μάρκος; Σταθακόπουλος, ΒλάσιοςΗ παρούσα ερευνητική προσπάθεια επικεντρώνεται στο χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (Μ.Μ.Ε.). Στόχος της έρευνας είναι η διερεύνηση των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και των ικανοτήτων των μικρομεσαίων επιχειρηματιών, του προσανατολισμού στην αγορά και του προσανατολισμού στην επιχειρηματικότητα της μικρομεσαίας επιχείρησης και της απόδοσής της. Επιπρόσθετα, πραγματοποιήθηκε και δειγματοληψία δεύτερου σταδίου με στόχο τη διερεύνηση των λόγων και των τρόπων επιβίωσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην αρχική έρευνα. Η ερευνητική προσέγγιση που ακολουθήθηκε είναι η ποσοτική έρευνα με δομημένο ερωτηματολόγιο. Πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία και συλλογή των δεδομένων συνολικά από 250 επιχειρηματίες που ασκούσαν διοικητικά καθήκοντα στις μικρομεσαίες εταιρίες τους. Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των μικρομεσαίων επιχειρηματιών (ανάγκη για επιτεύγματα, αισιοδοξία, σημείο ελέγχου και διαπραγματευτικές ικανότητες) έχουν άμεση και θετική επίδραση στον προσανατολισμό στην αγορά της μικρομεσαίας επιχείρησης, ότι συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των επιχειρηματιών (αισιοδοξία, ανάληψη ρίσκου και διαπραγματευτικές ικανότητες) έχουν άμεση και θετική επίδραση στον προσανατολισμό στην επιχειρηματικότητα της μικρομεσαίας επιχείρησης, ότι ο προσανατολισμός στην επιχειρηματικότητα επιδρά θετικά στον προσανατολισμό στην αγορά και επίσης διαπιστώθηκε ότι τόσο ο προσανατολισμός στην επιχειρηματικότητα όσο και ο προσανατολισμός στην αγορά επιδρούν θετικά στην απόδοση της μικρομεσαίας επιχείρησης. Τέλος, το δεύτερο σκέλος της έρευνας ανέδειξε τους κύριους λόγους και τρόπους που οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες θεωρούν ότι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην επιβίωση της επιχείρησής τους μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η εισαγωγή, έπειτα ακολουθεί η βιβλιογραφική επισκόπηση και διατύπωση των ερευνητικών υποθέσεων. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η μεθοδολογία της παρούσας διδακτορικής διατριβής. Στο τέταρτο κεφάλαιο περιλαμβάνεται η ανάλυση των δεδομένων και πραγματοποιείται ο έλεγχος των υποθέσεων. Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο παρατίθενται τα συμπεράσματα της έρευνας, παρουσιάζονται οι επιπτώσεις για την έρευνα και τους επιχειρηματίες, οι περιορισμοί της έρευνας καθώς και οι προτάσεις για μελλοντικές ερευνητικές προσπάθειες.
