Σχολή Οικονομικών Επιστημών
Μόνιμο URI για αυτήν την κοινότηταhttps://pyxida.aueb.gr/handle/123456789/58
Η Σχολή Οικονομικών Επιστημών περιλαμβάνει τα Τμήματα: - Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης - Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών.
Περιήγηση
Πλοήγηση Σχολή Οικονομικών Επιστημών ανά Θέμα "Agreements"
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Τώρα δείχνει 1 - 3 από 3
- Αποτελέσματα ανά σελίδα
- Επιλογές ταξινόμησης
Τεκμήριο Το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών μέσα από την διεθνή νομολογία των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων και κανόνων δικαίου(2025-09-29) Κορνιαχτού, Ελευθερία; Μιχαλέα, Ειρήνη; Καρύδης, Γεώργιος; Πλιάκος, Αστέριος; Αναγνωσταράς, ΓεώργιοςΗ διπλωματική εργασία εξετάζει σε βάθος το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, όπως αυτό διαμορφώθηκε μέσα από τη διεθνή νομολογία και τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS, 1982). Αναλύεται η ιστορική εξέλιξη του θεσμικού πλαισίου, η γεωστρατηγική σημασία των θαλασσίων ζωνών για τα παράκτια κράτη και η εφαρμογή των αρχών της ισότητας, της καλής πίστης και της ειρηνικής συνύπαρξης στις διαδικασίες οριοθέτησης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και στις διαιτητικές αποφάσεις που καθόρισαν μεθόδους χάραξης συνόρων, καθώς και στην ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, η οποία παρουσιάζεται υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών αποτελεί ένα πολύπλοκο νομικό και πολιτικό ζήτημα, όπου τα διεθνή νομικά κείμενα συνυπάρχουν με γεωπολιτικά συμφέροντα, καθιστώντας αναγκαία τη συνεννόηση, τη διπλωματία και την προσφυγή σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα για την ειρηνική επίλυση των διαφορών.Τεκμήριο Ανταγωνισμός και προστασία του περιβάλλοντος στην ΕΕ ειδικότερα υπό το πρίσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ(2024-04-01) Σάλλα-Ηλιοπούλου, Παναγιώτα; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Πλιάκος, Αστέριος; Βογιατζής, Παντελής; Καρύδης, ΓεώργιοςΜε την παρούσα εργασία επιχειρείται να διασαφηνιστεί καταρχήν η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης στο πλαίσιο του δικαίου και της πολιτικής του ανταγωνισμού ιδίως δε να διερευνηθεί η σχέση στην οποία τελούν αυτές οι δύο έννοιες μεταξύ τους υπό το πρίσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, λαμβανομένου υπόψη του σχεδίου δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει δεσμευτεί για την εφαρμογή της Ατζέντας 2030 και τη μετάβαση σε μία κυκλική οικονομία. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή διαφόρων τομέων του δικαίου της ΕΕ, άρα και του δικαίου του ανταγωνισμού. Εξετάζεται περαιτέρω ο καθοριστικός ρόλος των ιδιωτικών επιχειρήσεων οι οποίες σε συνεργασία με τους ανταγωνιστές τους, μπορούν να προσεγγίσουν ταχύτερα και αποτελεσματικότερα τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης, επιτυγχάνοντας πιο βιώσιμες γραμμές παραγωγής και επενδύοντας σε νέες πιο βιώσιμες τεχνολογίες. Η μετάβαση προς τη βιώσιμη οικονομία μπορεί να λειτουργήσει ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των επιχειρήσεων. Ειδικότερα διερευνώνται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες γίνονται αποδεκτές συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ ανταγωνιστών για την ενίσχυση της κοινωνικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, είτε ως μη εμπίπτουσες στο πλαίσιο του άρθρου 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ, είτε ως επωφελούμενες της εξαίρεσης της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με τις πρόσφατες κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τέλος, επιχειρείται να προσεγγιστεί ο ρόλος των Εθνικών Αρχών Ανταγωνισμού ως προς την αξιολόγηση των συμφωνιών βιωσιμότητας και ειδικότερα οι πιο πρόσφατες παρεμβάσεις της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού προς αποσαφήνιση του συνόλου των εφαρμοστέων κανόνων, ιδίως ενόψει της νομικής αβεβαιότητας και της αναγνωρισμένης ανάγκης για ταχεία μετάβαση στην πράσινη οικονομία.Τεκμήριο Συμπράξεις, ενέργεια και περιβάλλον, υπό την οπτική της εξαίρεσης του άρθρου 101.3 ΣΛΕΕ(2024-04-01) Μπουρσινού, Αγγελική; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Καρύδης, Γεώργιος; Βογιατζής, Παντελής; Πλιάκος, ΑστέριοςΗ παρούσα διπλωματική εργασία έχει ως αντικείμενο την εξέταση της διάταξης του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), που αποτελεί θεμελιώδη κανόνα για τη λειτουργία και την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, και την ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο αυτή εφαρμόζεται στον τομέα της Ενέργειας και του Περιβάλλοντος, μέσω της ανάλυσης υποθέσεων που απασχόλησαν τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού.Το πρώτο κεφάλαιο αυτής περιλαμβάνει την ανάλυση των επιμέρους στοιχείων του απαγορευτικού κανόνα που εισάγει η παρ. 1 της εν λόγω διάταξης και συγκεκριμένα της έννοιας της επιχείρησης, ως υποκειμένου των απαγορευμένων συμπράξεων, και των εννοιών της συμφωνίας, της απόφασης ένωσης επιχειρήσεων και της εναρμονισμένης πρακτικής, ως μορφών συμπράξεων, οι οποίες αφενός έχουν περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα και αφετέρου ασκούν αισθητή επιρροή στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Στο πλαίσιο της ενότητας αυτής εξετάζονται οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν προκειμένου μια συμφωνία να μπορεί να χαρακτηριστεί ως απαγορευμένη σύμπραξη, ήτοι η παρεμπόδιση-περιορισμός-νόθευση του ανταγωνισμού και ο επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.Το δεύτερο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην αναλυτική παρουσίαση της νόμιμης εξαίρεσης της παρ. 3 του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και των επιμέρους προϋποθέσεων εφαρμογής της, οι οποίες, εφόσον πληρούνται σωρευτικά, οδηγούν στο ανεφάρμοστο του απαγορευτικού κανόνα επί συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων, οι οποίες, μονολονότι παρουσιάζουν αντι-ανταγωνιστικά αποτελέσματα, αξιολογούνται, εν τέλει, ως ευεργετικές για τον ανταγωνισμό και την ευημερία των καταναλωτών, καθώς οι τελευταίοι λαμβάνουν ένα δίκαιο τμήμα του οφέλους που αυτές συνεπάγονται.Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται αναλυτικά ο τρόπος με τον οποίο ο κανόνας και η εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 101 ΣΛΕΕ εφαρμόζονται σε συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας, μέσα από την επισκόπηση υποθέσεων που έχουν απασχολήσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΓενΔΕΕ και την ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης των εν λόγω υποθέσεων γίνεται αναφορά στα βασικά νομικά ζητήματα που περιλαμβάνονται στο σκεπτικό των αποφάσεων που εξεδόθησαν επί αυτών και στον αντίκτυπο που είχαν αυτές στη δημιουργία της σχετικής νομολογίας.Το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο διερευνά τον τρόπο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στην περίπτωση συμφωνιών που έχουν περιβαλλοντικά χαρακτήρα ή συμβάλλουν στην προαγωγή της βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ έμφαση δίδεται στην παρουσίαση της παραμέτρου του περιβαλλοντικού οφέλους, η οποία αν συντρέχει, δύναται, υπό προϋποθέσεις, να καταστήσει μια συμφωνία καθόλα έγκυρη και νόμιμη, κατά την παρ. 3 της ανωτέρω διάταξης. Όπως και στην προηγούμενη ενότητα, παρουσιάζονται κι εν προκειμένω, συνοπτικώς, υποθέσεις, στο πλαίσιο των οποίων συνεκτιμήθηκε η ανωτέρω παράμετρος, προκειμένου να αξιολογηθεί αν δύναται να εφαρμοστεί η εξαίρεση που εισάγει η προαναφερόμενη παράγραφος στον απαγορευτικό κανόνα της παρ. 1.
