Περίληψη : | Η παρούσα εργασία έχει ως σκοπό να διερευνήσει τις δανειακές υποχρεώσεις και την ποιότητα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης σε δείγμα 117 ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων για τα έτη 2013-2019. Η ανάλυση ακολούθησε τη μελέτη της Paiva (2018) με σκοπό να διερευνηθεί αν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις με μεγαλύτερες δανειακές υποχρεώσεις παρουσιάζουν υψηλότερη ποιότητα στις χρηματοοικονομικές αναφορές που δημοσιοποιούν. Αφού αναλύθηκε το θεωρητικό υπόβαθρο και το μεθοδολογικό πλαίσιο επιλέχθηκε το δείγμα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και δημιουργήθηκαν οι μεταβλητές με βάση τη διαθεσιμότητα των δεδομένων. Μετά την περιγραφή των μεταβλητών που χρησιμοποιήθηκαν, υπολογίστηκε ο συντελεστής συσχέτισης ώστε να οριστικοποιηθούν οι μεταβλητές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε γραμμικό υπόδειγμα. Διαπιστώθηκε ότι οι γραμμικές συσχετίσεις των μεταβλητών είναι σχετικά ασθενείς. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι στο δείγμα των 117 επιχειρήσεων οι εταιρείες με υψηλότερο χρέος πραγματοποιούν μεγαλύτερη εξομάλυνση κερδών ακολουθώντας τους Bigus και Hillebrand (2017) και τους Jung, κ.α. (2021). This paper aims to investigate the loan liabilities and the quality of financial information in a sample of 117 Greek small and medium enterprises for the years 2013-2019. The analysis followed the study of Paiva (2018) in order to investigate whether small and medium-sized enterprises with higher loan liabilities present higher quality in the financial reports they publish.After analyzing the theoretical background and the methodological framework, the sample of small and medium enterprises was selected and the variables were created based on the availability of data. After describing the variables used, the correlation coefficient was calculated to finalize the variables that can be used in a linear model. The linear correlations of the variables were found to be relatively weak. The main conclusion is that in the sample of 117 companies, the companies with higher debt make a greater smoothing of profits, following Bigus and Hillebrand (2017) and Jung, etc. (2021).
|
---|