Περίληψη : | Τα τελευταία χρόνια γίνεται συνεχώς αυξανόμενη χρήση των παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων από τις επιχειρήσεις, με σκοπό τη διαχείριση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν, αλλά και για εμπορικούς σκοπούς. Τα παράγωγα είναι καινούρια προϊόντα που ολοένα και αυξάνεται η χρήση τους από τις ελληνικές επιχειρήσεις. Αυτό αποτέλεσε και το έναυσμα για να ασχοληθώ με αυτό το θέμα στην διπλωματική μου εργασία, ώστε να αποκτήσω περισσότερες γνώσεις σε αυτό το αντικείμενο, τις οποίες να μπορέσω να αξιοποιήσω στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία. Πιο συγκεκριμένα, αντικείμενο αυτής της εργασίας είναι η χρήση των παραγώγων ως μέσα αντιστάθμισης, ο λογιστικός χειρισμός τους, καθώς και το κατά πόσο η χρήση των παραγώγων μειώνει τον κίνδυνο μίας εταιρίας, κάνοντας έρευνα σε δείγμα 11 εταιριών, εισηγμένων στο χρηματιστήριο, που κάνουν χρήση παραγώγων, εκ των οποίων οι 5 ήταν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, για το διάστημα 2005-2008. Οι εργασία αποτελείται από 4 κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στα βασικά σημεία που πρέπει να γνωρίζουμε για τα παράγωγα χρηματοοικονομικά στοιχεία, όπως πώς ορίζονται, ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους, που διαπραγματεύονται, ποιες είναι οι κατηγορίες αυτών των προϊόντων που υπάρχουν στην αγορά, καθώς και ποια είναι τα πλεονεκτήματά τους έναντι των απλών επενδύσεων σε μετοχές. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε, ότι το κύριο πλεονέκτημά τους έναντι των μετοχών, είναι το μικρό κεφάλαιο που απαιτείται για την επένδυση σε παράγωγα προϊόντα μετοχών συγκριτικά με την απευθείας επένδυση σε μετοχές. Στην περίπτωση των παραγώγων απαιτείται η καταβολή ενός μικρού σχετικά ποσοστού της συνολικής αξίας των τεμαχίων που αγοράζουμε, ενώ στην περίπτωση των μετοχών απαιτείται η καταβολή της συνολικής αξίας των τεμαχίων που αγοράζουμε.Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται παρουσίαση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και προτείνονται ενδεικτικά κάποιοι τρόποι για το πώς αυτοί μπορούν να αντιμετωπιστούν με τη χρήση παραγώγων. Πιο αναλυτικά οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις είναι τέσσερις και είναι οι εξής: α) ο συναλλαγματικός κίνδυνος, β) ο κίνδυνος επιτοκίου, γ) ο κίνδυνος της αγοράς και δ) ο πιστωτικός κίνδυνος. Αφού γίνει μια περιγραφή των κινδύνων, ακολουθούν προτάσεις παραγώγων προϊόντων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από μία επιχείρηση για να αντιμετωπίσει την κάθε κατηγορία κινδύνου. Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται παρουσίαση των όσων ορίζουν τα Δ.Λ.Π. 32 & 39, σχετικά με τις λογιστικές πολιτικές που ακολουθούνται, κατά τον λογιστικό χειρισμό των παραγώγων χρηματοοικονομικών στοιχείων, τα οποία χρησιμοποιούνται για σκοπούς αντιστάθμισης. Συγκεκριμένα γίνεται ανάλυση της λογιστικής αντιστάθμισης, παραθέτοντας και πρακτικά παραδείγματα, ενώ αναφέρονται και οι προϋποθέσεις που απαιτεί το Δ.Λ.Π. 39 για την εφαρμογή της.Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο παρατίθεται η έρευνα που διεκπεραιώθηκε στα πλαίσια της συγκεκριμένης διπλωματικής εργασίας. Για το σκοπό αυτό πραγματοποίησα έρευνα στο διαδίκτυο, για να βρω σχετικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί αναφορικά με την χρήση των παραγώγων. Οι ήδη υπάρχουσες έρευνες στις οποίες ανέτρεξα, καθώς και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν είναι τα εξής: ο Guay (1999) χρησιμοποιώντας ένα δείγμα εταιριών που εισήγαγαν τη χρήση παραγώγων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ο συνολικός κίνδυνος και ο κίνδυνος έκθεσης στις μεταβολές των επιτοκίων, μειώθηκε για αυτές τις εταιρίες, αλλά δεν βρήκε σημαντική μεταβολή στον κίνδυνο της αγοράς για αυτές τις εταιρίες. Σε αντίθεση, οι Hentscel and Kothari (2001) βρήκαν ότι η μεταβολή στον κίνδυνο για τις εταιρίες που χρησιμοποιούν παράγωγα είναι μικρή από οικονομική άποψη, συγκρινόμενη με τις εταιρίες που δεν κάνουν χρήση παραγώγων. Οι Allayannis and Weston (2001) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου, σχετίζεται με μεγάλες αυξήσεις (περίπου 4%) στην αγοραία αξία. Οι Graham and Rogers (2002) βρήκαν ότι η αντιστάθμιση μπορεί να προσθέσει στις εταιρίες που τη χρησιμοποιούν, οικονομικά σημαντική αγοραία αξία, της τάξης του 1,1%, επιτρέποντας έτσι τις εταιρίες να αυξήσουν την δανειοληπτική τους ικανότητα. Από την άλλη μεριά, οι Guay and Kothari (2003), έδειξαν ότι το μέγεθος των ταμειακών ροών που δημιουργούνται από τα αντισταθμισμένα χαρτοφυλάκια δεν είναι σημαντικό και ότι είναι απίθανο να προκαλέσει μεγάλες μεταβολές στην αξία τους. Σε συμφωνία με την προηγούμενη έρευνα, οι Join and Jorion (2006), χρησιμοποίησαν ένα δείγμα εταιριών παραγωγής πετρελαίου και αερίου και βρήκαν μη σημαντικές επιπτώσεις της αντιστάθμισης στην αξία. Ο προσανατολισμός της παρούσας διπλωματικής στράφηκε στην διερεύνηση σχέσης μεταξύ του κινδύνου της μετοχής, όπως εκφράζεται από την τυπική απόκλιση των αποδόσεων των τιμών των μετοχών και της χρήσης παραγώγων. Το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε, επιλέχθηκε από την εργασία των Hentschel & Kothari (2001). Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξα εφαρμόζοντας το υπόδειγμα σε 10 εισηγμένες εταιρίες, οι οποίες κάνουν χρήση παραγώγων για λόγους αντιστάθμισης και για τις χρήσεις 2005, 2006, 2007 και 2008 (από την εφαρμογή των Δ.Λ.Π. και μετά) είναι τα εξής: α) δεν διαπιστώθηκε κάποιο στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα όσον αφορά την υπόθεση ότι, η χρήση παραγώγων από μία εταιρία μειώνει τον κίνδυνο της μετοχής της, τον οποίο μετρήσαμε στα υποδείγματα που χρησιμοποιήθηκαν μέσω των τυπικών αποκλίσεων και επιπλέον β)δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη στατιστικά σημαντικής σχέσης μεταξύ του κινδύνου των μετοχών και της μόχλευσης, του book/market ratio και της χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης των εταιριών, αλλά όσον αφορά το δείγμα των 10 εισηγμένων εταιριών που χρησιμοποιήθηκε για τις χρήσεις 2005, 2006, 2007 και 2008.
|
---|